- ελκομένης
- ἑλκομένηςἕλκωsulcus: pres part mp fem gen sg (attic epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἑλκομένης — ἕλκω sulcus pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόθος — ὁ, Α 1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος τού κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα («τέλος δ ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.) 2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.) 3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος»,… … Dictionary of Greek